Παρασκευή 31 Μαΐου 2019

Μέριλιν Μονρόε 1926 – 1962


Ηθοποιός, τραγουδίστρια και μοντέλο, που χαρακτηρίστηκε ως το απόλυτο σύμβολο του σεξ.
Η Μέριλιν Μονρόε (Marilyn Monroe) γεννήθηκε με το όνομα Νόρμα Τζιν Μόρτενσον την 1η Ιουνίου του 1926 στο Γενικό Νοσοκομείο του Λος Άντζελες. Λίγο πριν από τη γέννησή της, ο πατέρας της είχε εγκαταλείψει τη μητέρας της για να μετακομίσει στο Σαν Φραντσίσκο. Η Μέριλιν μεγάλωσε χωρίς να γνωρίζει ποιος ήταν πραγματικά ο πατέρας της, καθώς η μητέρα της, Γκλάντις, άλλαζε συνεχώς ερωτικούς συντρόφους. Ήταν εξαιρετικά ελκυστική γυναίκα και εργαζόταν ως μοντέρ στα RKO Studios. Λόγω σοβαρών ψυχολογικών προβλημάτων, έχασε τη δουλειά της και πέρασε σχεδόν όλη τη ζωή της μπαινοβγαίνοντας σε διάφορα ιδρύματα. Έτσι, σε ηλικία 9 ετών, η Νόρμα (Μέριλιν) μπήκε σε ορφανοτροφείο και δύο χρόνια αργότερα δόθηκε για υιοθεσία. Το 1942, στα 16 της, παντρεύτηκε τον 21χρονο τεχνίτη αεροσκαφών Τζέιμς Ντόχερτι. Ο γάμος τους, όμως, κράτησε μόνο πέντε χρόνια, καθώς χώρισαν το 1946. Στο μεταξύ, η Μέριλιν είχε ήδη αρχίσει να εργάζεται ως μοντέλο επίδειξης μαγιό και είχε βάψει τα μαλλιά της ξανθά. Μέσω των φωτογραφήσεων προσέλκυσε πολλά βλέμματα, μεταξύ αυτών και του προέδρου της κινηματογραφικής εταιρίας RKO Pictures, που της πρότεινε να κάνει ένα δοκιμαστικό. Ο ατζέντης της, όμως, τη συμβούλεψε να προτιμήσει μία μεγαλύτερη εταιρία, όπως η 20th Century-Fox. Το πρώτο συμβόλαιο που υπέγραψε της απέφερε 125 δολάρια την εβδομάδα, ποσό στο οποίο προστέθηκαν άλλα 25 δολάρια, όταν ανανέωσε τη συμφωνία, έξι μήνες αργότερα. Έκανε το ντεμπούτο της στη μεγάλη οθόνη το 1947, με ένα μικρό ρόλο στην ταινία «The Shocking Miss Pilgrim». Ακολούθησε το 1948 το «Scudda Hoo! Scudda Hay!», όπου εμφανίστηκε σε δύο ή τρεις μικρές σκηνές, οι οποίες περικόπηκαν στο μοντάζ. Την ίδια χρονιά τής δόθηκε ένας καλύτερος ρόλος στο φιλμ «Dangerous Years». Ωστόσο, η Fox αρνήθηκε να της ανανεώσει το συμβόλαιο κι έτσι η Μέριλιν επέστρεψε στο μόντελινγκ, ξεκινώντας παράλληλα μαθήματα υποκριτικής.
Λίγους μήνες αργότερα, η Columbia Pictures την επέλεξε για το ρόλο της Peggy Martin στο «Ladies of the Chorus» (1948), όπου ερμήνευσε δύο τραγούδια. Αν και οι κριτικές ήταν αρκετά καλές για την ερμηνεία της, η ταινία δεν τα πήγε εξίσου καλά και η Columbia την απέρριψε. Έτσι, επέστρεψε και πάλι στο μόντελινγκ. Το 1949 εμφανίστηκε στην ταινία «Love Happy» των «Ενωμένων Καλλιτεχνών», ενώ την ίδια χρόνια πόζαρε γυμνή για ένα ημερολόγιο διασημοτήτων. Η φωτογράφηση που έκανε το 1953 για το περιοδικό Playboy ήταν αυτή που έδωσε ώθηση στην καριέρα της. Την επόμενη χρονιά συμμετείχε σε τέσσερις ταινίες, αποσπώντας εξαιρετικές κριτικές για τις «The Asphalt Jungle» της MGM και «All About Eve» της Fox. Αν και οι ρόλοι της ήταν αρκετά μικροί, η εκκεντρική αλλά σέξι εμφάνισή της αποτυπώθηκε στη μνήμη των σινεφίλ. Το 1951 η Μέριλιν πήρε έναν αρκετά μεγάλο ρόλο στην ταινία «Love Nest» (Ερωτική Φωλιά), μέσω της οποίας ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με το ευρύ κοινό. Το εκρηκτικό ταμπεραμέντο της, σε συνδυασμό με την αίσθηση παιδική αθωότητα που απέπνεε, ενθουσίασε τους θεατές. Το 1952 εμφανίστηκε στο «Don't Bother to Knock», όπου υποδύθηκε μία διανοητικά ανισόρροπη μπεϊμπισίτερ. Οι κριτικοί δεν ασχολήθηκαν ιδιαίτερα με την ερμηνεία της στην ταινία αυτή. Έκανε, όμως, ιδιαίτερη εντύπωση η εμφάνισή της την ίδια χρονιά στο «Monkey Business» ως πλατινέ ξανθιά, μια εικόνα που αποτέλεσε το «σήμα - καταταθέν» της. Το 1953 έπαιξε στο «Gentlemen Prefer Blondes», ξετρελαίνοντας τον ανδρικό πληθυσμό. Ανάμεσά τους και ο αστέρας του μπέιζμπολ Τζο ΝτιΜάτζιο, με τον οποίο παντρεύτηκε στις 14 Ιανουαρίου του 1954. Την ίδια χρονιά πρωταγωνίστησε στο «There's No Business Like Show Business» και ακολούθησε το «The Seven Year Itch» (Επτά Χρόνια Φαγούρα), μία ταινία που ανέδειξε το ταλέντο της στην κωμωδία και περιείχε μία από τις πιο χαρακτηριστικές σκηνές στην ιστορία του κινηματογράφου: τη Μέριλιν Μονρόε να στέκεται πάνω σε μία σχάρα, με τον αέρα να ανασηκώνει το λευκό φόρεμά της. Έπειτα από εννέα μήνες έγγαμου βίου, τον Οκτώβριο του 1954 η Μέριλιν ανακοίνωσε το διαζύγιό της με τον ΝτιΜάτζιο. Την επόμενη χρονιά η Fox διέκοψε τη συνεργασία μαζί της, εξαιτίας της αντιεπαγγελματικής συμπεριφοράς της. Αργούσε μονίμως στα γυρίσματα ή δεν εμφανιζόταν καθόλου, επικαλούμενη πραγματικές ή φανταστικές ασθένειες, και ήταν απρόθυμη να συνεργαστεί με τους παραγωγούς, τους σκηνοθέτες και τους συναδέλφους της ηθοποιούς. Με τη συμμετοχή της το 1956 στην ταινία «Bus Stop» (Στάση Λεωφορείου) η Μέριλιν απέδειξε ότι μπορούσε να ανταποκριθεί εξίσου καλά και στις απαιτήσεις ενός δραματικού ρόλου. Την ίδια χρονιά παντρεύτηκε τον θεατρικό συγγραφέα Άρθουρ Μίλερ, ένας γάμος που κράτησε τέσσερα χρόνια. Το 1957 ταξίδεψε στη Μ. Βρετανία για τα γυρίσματα τις ταινίας «The Prince and the Showgirl» (Ο Πρίγκιπας και η Χορεύτρια), που αποτέλεσε μεγάλη εισπρακτική επιτυχία, αν και οι κριτικές δεν ήταν και τόσο καλές. Έπειτα από ένα χρόνο απουσίας, η Μέριλιν Μονρόε επέστρεψε στη μεγάλη οθόνη του 1959 με την απολαυστική κωμωδία «Some Like It Hot» (Μερικοί το προτιμούν καυτό), με τον Τόνι Κέρτις και τον Τζακ Λέμον. Ακολούθησαν το 1960 η ταινία του Τζορτζ Κιούκορ «Let's Make Love» (Έλα ν' αγαπηθούμε) με τους Τόνι Ράνταλ και Ιβ Μοντάν και το 1961 το «The Misfits» (Οι Αταίριαστοι), το τελευταίο φιλμ τόσο για τη Μέριλιν Μονρόε όσο και για τον συμπρωταγωνιστή της Κλαρκ Γκέιμπλ, που πέθανε λίγους μήνες αργότερα από καρδιακή προσβολή.
Το 1962 η Fox την επέλεξε για τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο «Something's Got to Give». Λόγω της συνεχιζόμενης ασυνέπειάς της, όμως, η εταιρία αποφάσισε να διακόψει τη συνεργασία μαζί της και να μην της δώσει άλλη ευκαιρία. Η καριέρα της κατέρρεε και η Μέριλιν απομονώθηκε στο σπίτι της στο Λος Άντζελες. Στις 5 Αυγούστου του 1962 η οικονόμος της τη βρήκε να κείτεται γυμνή στο κρεβάτι της με ένα άδειο μπουκάλι από υπνωτικά χάπια «Nembutal» στο πλευρό της. Ήταν μόλις 36 ετών… Ο τοπικός ιατροδικαστής, που κλήθηκε για να γνωματεύσει επί των συνθηκών του θανάτου της, απεφάνθη ότι επρόκειτο πιθανότατα για αυτοκτονία. Ο φημολογούμενος ερωτικός δεσμός της, όμως, με τον Τζον Κένεντι και οι αντιδράσεις από το περιβάλλον του αμερικανού προέδρου κάνουν πολλούς, ακόμα και σήμερα, να πιστεύουν ότι ο φάκελος «Μέριλιν» δεν έπρεπε να κλείσει με την ένδειξη «αυτοκτονία». Κάποιοι είπαν ότι η Μονρόε δεν είχε καμία πρόθεση να αυτοκτονήσει, αλλά πήρε κατά λάθος μια υπερβολική δόση υπνωτικών. Ακόμα περισσότεροι υποστήριξαν ότι ένα τρίτο πρόσωπο της χορήγησε τη μοιραία δόση. Η αλήθεια δεν μαθεύτηκε ποτέ... Πηγή:Sansimera.gr

Τετάρτη 29 Μαΐου 2019

Παλαιών Πατρών Γερμανός 1771 – 1826


Μητροπολίτης της Ορθόδοξης Χριστιανικής Εκκλησίας, μέλος της Φιλικής Εταιρείας και αγωνιστής του ‘21. Είναι το πρόσωπο που συμβολίζει κατά παράδοση την επίσημη έναρξη της Επανάστασης του 1821. Ο κατά κόσμον Γεώργιος Κόζης ή Κόζιας ή Γκόζιας ή Κοντζιάς ή Γκοζάς ή Κοτζάς ή Γκοζιόπουλος (υπάρχει ασυμφωνία για την ακριβή αναγραφή του επιθέτου του) γεννήθηκε στη Δημητσάνα της Γορτυνίας στις 25 Μαρτίου 1771, την ημέρα της Μεγάλης Παρασκευής. Ο πατέρας του Ιωάννης (συχνά υπέγραφε ως Ιωάννης Δημητρίου) ήταν χρυσοχόος και η μητέρα του Κανέλλα Κουκουζή ή Κουκουζοπούλου ασχολείτο με τα του οίκου, αφού είχε να αναθρέψει και πέντε παιδιά (δύο αγόρια και τρία κορίτσια).
Αρχικά φοίτησε στην ονομαστή σχολή της ιδιαίτερης πατρίδας του με δάσκαλο τον Αγάπιο Παπαντωνόπουλο και κατόπιν στο Άργος με δάσκαλο τον συμπατριώτη του Αγάπιο Λεονάρδο. Και οι δυο τους ήταν ονομαστοί δάσκαλοι εκείνης της εποχής. Ο μητροπολίτης Άργους και Ναυπλίου Ιάκωβος εκτίμησε τις ικανότητές του νεαρού Γεωργίου και αφού τον προσέλαβε πρώτα ως γραμματέα του, στη συνέχεια τον χειροτόνησε διάκονο με το όνομα Γερμανός. Στις αρχές του 1797 μετέβη στη Σμύρνη κι έγινε διάκονος του συμπατριώτη του μητροπολίτη Γρηγορίου, του μετέπειτα εθνομάρτυρα πατριάρχη Γρηγορίου Ε’. Όταν ο Γρηγόριος έγινε Πατριάρχης τον Μάιο του 1797, τον ακολούθησε στην Κωνσταντινούπολη και ανέλαβε αρχιδιάκονος του μητροπολίτη Κυζίκου Ιωακείμ. Τον Μάρτιο του 1806 χειροτονήθηκε μητροπολίτης Παλαιών Πατρών (ως Νέαι Πάτραι λογιζόταν το Πατρατζίκι, σημερινή Υπάτη) και τον Μάιο του ίδιου χρόνου γύρισε στην Πελοπόννησο, όπου πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του. Στα προεπαναστατικά χρόνια ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για την παιδεία της πατρίδας του και κυρίως για τη σχολή της Δημητσάνας. Το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Αντώνιο Πελοπίδα (Αντώνιος Πρωτόπαππας το πραγματικό του όνομα), καταγόμενο από τη γειτονική Στεμνίτσα, και από τότε αφοσιώθηκε στην προετοιμασία της Επανάστασης. Με τη σειρά του, ο Γερμανός μύησε στη Φιλική Εταιρεία αρκετούς μητροπολίτες, κληρικούς και οπλαρχηγούς. Καθ’ όλη τη διάρκεια της μετέπειτα ζωής του διατηρούσε στενές σχέσεις με τους επίσης Φιλικούς Ιωάννη Βλασόπουλο και Ιωάννη Παπαρρηγόπουλο, που εκπροσωπούσαν τα ρωσικά συμφέροντα στην περιοχή, ο πρώτος ως πρόξενος στην Πάτρα και ο δεύτερος ως γραμματέας του. Στη μυστική συνέλευση της Βοστίτσας (26-30 Ιανουαρίου 1821) για την έναρξη της επανάστασης, ο Γερμανός διατύπωσε επιφυλάξεις για τη δυνατότητα άμεσης επαναστατικής δράσης και ήλθε σε ευθεία σύγκρουση με τον Παπαφλέσσα, που επιδίωκε την άμεση έναρξη του αγώνα. Μάλιστα, σε μία σπάνια έκρηξη οργής, τον αποκάλεσε «επιπόλαιον και εξωλέστατον». Από τα «Απομνημονεύματά» του προκύπτει ότι, μεταξύ των άλλων, είχε προτείνει «να αποσταλώσιν άνθρωποι εις την Ρωσσίαν και εις άλλα μέρη, δια να πληροφορηθώσιν αν τω όντι η Ρωσσία έχη απόφασιν τοιαύτην περί τής ελευθερίας των Ελλήνων, και ποία η διάθεσις των άλλων δυνάμεων της Ευρώπης και ούτως οδηγηθέντες (οι Έλληνες) να επιχειρισθώσι το πράγμα ασφαλέστερον και τακτικώτερον». Στα μέσα Μαρτίου βρισκόταν στα Νεζερά (ονομασία ορεινών χωριών, που βρίσκονται στις πλαγιές του Ερύμανθου και στους νότιους πρόποδες του Παναχαϊκού), όταν έλαβε γράμμα από τον Νικόλαο Λόντο και τον Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλο να σπεύσει στην Πάτρα, επειδή «κινδυνεύει όλη η πόλις», από τους Τούρκους. Στις 22 Μαρτίου 1821 βρέθηκε στην Πάτρα, όπου στην πλατεία του Αγίου Γεωργίου ευλόγησε τα όπλα των αγωνιστών. Ενώ συνεχιζόταν η πολιορκία του φρουρίου των Πατρών, όπου είχαν κλειστεί οι Τούρκοι, ο Γερμανός απηύθυνε έγγραφο προς τους προξένους των Μεγάλων Δυνάμεων που βρίσκονταν στην πόλη, στο οποίο, αφού τόνιζε ότι «απεφασίσαμεν σταθερώς ή ν’ αποθάνωμεν όλοι ή να ελευθερωθώμεν», ζητούσε «την εύνοιαν και την προστασίαν» του κράτους τους. Λίγους μήνες αργότερα, το καλοκαίρι του 1821, βρέθηκε στη Ζαράκοβα (σημερινό Μαίναλο Αρκαδίας), όπου προσπάθησε να συμφιλιώσει τους προκρίτους με τον Δημήτριο Υψηλάντη, όταν δημιουργήθηκε κρίση στις σχέσεις τους εξαιτίας διαφωνιών για την πολιτική οργάνωση του Αγώνα. Έλαβε ενεργό μέρος στην Α’ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου (20 Δεκεμβρίου 1821 - 16 Ιανουαρίου 1822) και με εντολή της έφυγε για την Ιταλία στις 26 Οκτωβρίου 1822 με τον Γεώργιο Μαυρομιχάλη, με σκοπό του να επιτύχουν την ηθική και υλική συνδρομή του Πάπα στην ελληνική υπόθεση. Στην Ιταλία έμεινε ως τον Ιούνιο του 1824, δεν μπόρεσε όμως να συναντήσει τον Πάπα, διότι από την Αγκώνα (Ανκόνα), όπου είχε φθάσει, δεν του επέτρεψαν να συνεχίσει το ταξίδι του στη Ρώμη, παρά τις προσπάθειες που κατέβαλε για να ολοκληρώσει την αποστολή του. Επισκέφθηκε, πάντως, σημαντικές πόλεις της Ιταλίας, όπως τη Βολωνία (Μπολόνια) και τη Φαέντσα, όπου συναντήθηκε με επιφανείς Έλληνες της διασποράς για τους σκοπούς της Επανάστασης, ενώ κατέβαλε προσπάθειες για τη σύναψη δανείου. Αποκαρδιωμένος από την αποτυχία των επαφών του στην Ιταλία, επέστρεψε στην Πελοπόννησο τον Ιούλιο του 1824, σε μία περίοδο που οι εμφύλιες συγκρούσεις βρίσκονταν στην οξύτερη φάση τους και διαγραφόταν η απειλή ένοπλης σύγκρουσης. Με γράμμα του προς τον πρόεδρο του Εκτελεστικού (πρωθυπουργό) Γεώργιο Κουντουριώτη προσπάθησε και πάλι να συμφιλιώσει τις αντίπαλες παρατάξεις, παρά την απογοήτευσή του για την κατάσταση που είχε διαμορφωθεί και την πικρία του για τις ταπεινώσεις που είχε υποστεί από τον Γιάννη Γκούρα. Tο 1826, όμως, εκλέχθηκε μέλος της Γ’ Εθνοσυνέλευσης στην Επίδαυρο και διηύθυνε ως πρόεδρος τις εργασίες της (6-16 Απριλίου), που διαλύθηκαν πρόωρα, λόγω της πτώσης του Μεσολογγίου. Ο Γερμανός, μητροπολίτης Παλαιών Πατρών, απεδήμησεν εις Κύριον στις 30 Μαΐου 1826, στο Ναύπλιο, ύστερα από ολιγοήμερη λοιμώδη ασθένεια. Τα «Απομνημονεύματα», που κατέλιπε, πολύτιμα για τα πρώτα χρόνια του Αγώνα, αναφέρονται στα γεγονότα ως το τέλος του 1822 και διακρίνονται για τη νηφαλιότητα του συντάκτη τους, που σε ελάχιστες μόνο περιπτώσεις τον εγκαταλείπει. Πηγή:SanSimera.gr