Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2018

Τα έθιμα του Δωδεκαημέρου στην Καρδίτσα


Πολλά είναι τα έθιμα που διατηρούνται ακόμα και σήμερα σε αρκετά χωριά της Καρδίτσας , αλλά και της Δυτικής Θεσσαλίας τα οποία εντάσσονται στον εορτασμό του δωδεκαημέρου. Η εκπαιδευτικός Βασιλική Κοζιού-Κολοφωτιά, ερευνήτρια τοπικής ιστορίας και λαογραφίας γεννήθηκε και έζησε τα πρώτα χρόνια της ζωής της σε ένα χωριό του κάμπου της Καρδίτσας. Έτσι έχει βαθιά χαραγμένα στη μνήμη της πολλά έθιμα, δρώμενα και δοξασίες του δωδεκαήμερου, που οι ρίζες τους ακουμπούν στην αρχαιότητα.
Οι άνθρωποι παλαιότερα και ιδιαίτερα αυτοί που κατοικούσαν στα χωριά ζούσαν έντονα το δωδεκαήμερο από τα Χριστούγεννα μέχρι την ημέρα των Θεοφανείων. Όλα άλλαζαν αυτές τις ημέρες, σημειώνει η ίδια. Τα σπίτια έπαιρναν μια γιορτινή όψη. Οι νοικοκυρές είχαν πολλά να κάνουν. Παλάμιζαν το πάτωμα των σπιτιών, ασβέστωναν τους τοίχους φουκάλιζαν τη ρούγα, έστρωναν τις καλές μαντανίες στα κρεβάτια και ήταν έτοιμες να ζήσουν το γιορταστικό δωδεκαήμερο, που ξεκινούσε με τη γιορτή των Χριστουγέννων. Σήμερα όμως πολλά πράγματα έχουν αλλάξει, ενώ πολλά έθιμα έχουν σβήσει στα χωριά του κάμπου. Ωστόσο, σημαντικές και αξιόλογες προσπάθειες από τοπικούς συλλόγους έχουν καταφέρει να διασώσουν πολλά από αυτά τα έθιμα. Γουρνοχαρά Ένα από τα πιο σημαντικά έθιμα που έμεινε αναλλοίωτο στο πέρασμα του χρόνου μέχρι και σήμερα, είναι το έθιμο της γουρνοχαράς. Τη δεύτερη ή τρίτη μέρα των Χριστουγέννων τα περισσότερα σπίτια των καραγκούνηδων και τότε και σήμερα, όσα διατηρούν το έθιμο, ήταν επί ποδός, μας λέει η εκπαιδευτικός, γιατί είχαν την γουρνοχαρά. Το σφάξιμο και το συμμάζεμα του γουρουνιού ήταν μια ιεροτελεστία. Από νωρίς το πρωί 4-5 άνδρες και άλλες τόσες γυναίκες, συνήθως συγγενείς ή φίλοι των νοικοκύρηδων, κατέφταναν στο σπίτι για να βοηθήσουν, γιατί μια μόνη οικογένεια δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα. Όλα τα σύνεργα για το σφάξιμο του γουρουνιού ήταν έτοιμα από την προηγούμενη μέρα. Τα καλοτροχισμένα μαχαίρια και τσεκούρια για το σφάξιμο, τα κοκκαλάρια για το γέμισμα των λουκάνικων, η τάβλα όπου θα έκοβαν το κρέας και τα πράσα για τον ζαϊρέ των λουκάνικων, οι κατσαρόλες για το καυτό νερό όπου βουτούσαν το κεφάλι και πόδια για να τα μάδημα, καθώς και το μεγάλο καλογανωμένο καζάνι, όπου θα έλιωναν τον παστό για να πάρουν τη λίπα και τις τσιγαρίδες, που πολλές νοικοκυρές τις ανακάτευαν με πράσα, αλάτι και διάφορα μυρωδικά και τις διατηρούσαν σε πιθάρια για πολύ καιρό, μέχρι να στεγνώσουν τα λουκάνικα, που τα κρεμούσαν κατάματα στον ήλιο κάτω από την αστρέχα του σπιτιού. Η νοικοκυρά ακολουθώντας τις παραδοσιακές συνήθειες των προγόνων της, όταν έσφαζαν το γουρούνι, έπαιρνε μια φτυαριά κάρβουνα, έριχνε το θυμίαμα και το έδινε στον αφέντη του σπιτιού ο οποίος, αφού θυμιάτιζε όλους τους παραβρισκόμενους, το έριχνε στον λαιμό του γουρουνιού. Πίστευαν με αυτόν τον τρόπο πως θα έχουν την ευλογία του Χριστού και θα έδιωχναν μακριά τους καρκάντζαλους που μαγάριζαν το κρέας και τα άλλα φαγώσιμα. Έχω έντονα χαραγμένη στη μνήμη μου τη γιαγιά μου Βασιλική και τη μάνα μου Σταυρούλα, σημειώνει η ερευνήτρια, που έριχναν στη φωτιά αλάτι και θυμίαμα καθ’ όλη τη διάρκεια του δωδεκαημέρου, για να κρατήσουν μακριά από το σπίτι μας τους καλικάντζαρους. Μόλις τελείωνε το συμμάζεμα του γουρουνιού οι άνδρες και οι γυναίκες έφευγαν για τα σπίτια τους. Οι άνδρες όμως με τα καλά τους ρούχα ξαναγύριζαν στο σπίτι που είχε τη γουρ’νοχαρά και εκεί στήνονταν ένα πλούσιο τραπέζι με τυρόπιτες, τηγανιά, ψητό χοιρινό στα κάρβουνα, κρασί από το αμπέλι και τραγούδι μέχρι αργά το βράδυ. Πρωτοχρονιά Την Πρωτοχρονιά οι νοικοκυρές σηκώνονται, ακόμα και σήμερα σε ορισμένα χωριά, πριν ακόμα χαράξει, για να ζυμώσουν τη βασιλοκ’λούρα, μια μπουγάτσα μεγάλη με αλεύρι φαρίνα, την οποία καλοζύμωναν και μέσα έβαζαν σύκα, σταφίδες και μια κουταλιά μέλι. Μόλις την έβαζαν στο ταψί, άρχιζε η ιεροτελεστία του στολισμού της επάνω επιφάνειας. Με το πιρούνι κεντούσαν διάφορα λουλούδια και με το κομμάτι ζύμης που κρατούσαν, έφτιαχναν τον τσομπάνη με την κάπα και την γκλίτσα, ένα τσαμπί σταφύλι, έναν σταυρό κ. ά. Μέσα έβαζαν ένα νόμισμα, ένα κλωναράκι από κορομηλιά ή κληματαριά, ένα σπυρί σιταριού ή καλαμποκιού, μια τρίχα από αγελάδα, που το καθένα από αυτά συμβόλιζε την προσδοκία για εξασφάλιση της σοδειάς και της ευημερίας της οικογένειας. Μαζί με την βασιλοκ’λούρα ζύμωναν και κουλούρες για τα ζώα τους, τις οποίες έσπαζαν στην πλάτη μιας αγελάδας ή ενός προβάτου ανήμερα της Πρωτοχρονιάς και έδιναν μερικά κομμάτια να τα φάνε, για να είναι γερά τα ζωντανά. Το πρωί της Πρωτοχρονιάς όλη η οικογένεια πήγαινε με τα γιορτινά ρούχα στην εκκλησία. Σαν σχολούσε η εκκλησία, μικροί και μεγάλοι, γυναίκες και άνδρες, μέσα και έξω στην εκκλησία έλεγαν «χρόνια πολλά». Πολλές γυναίκες μοίραζαν κομμάτια βασιλοκ’λούρας και τυριού στο εκκλησίασμα. Ιδιαίτερη αξία έχει την ημέρα της Πρωτοχρονιάς το κόψιμο της βασιλόπιτας και το τυχερό κομμάτι, που θα τύχαινε στον καθένα. Ο νοικοκύρης του σπιτιού, αφού τη σταύρωνε τρεις φορές με το μαχαίρι, έβγαζε τόσα κομμάτια όσα και τα μέλη της οικογένειας συν ένα για τον Χριστό. Όποιος πετύχαινε τους σπόρους θα είχε μεγάλη σοδειά και θα ήταν καλός γεωργός. Αν κάποιος πετύχαινε το κλωναράκι του δέντρου, θα είχε πολλά δέντρα και αμπέλια. Όποιος πετύχαινε την τρίχα θα είχε πολλά ζώα. Αυτός όμως που θα πετύχαινε το φλουρί θα ήταν ο μεγάλος τυχερός, αφού εξασφάλιζε τη χαρά και την ευτυχία για όλη τη χρονιά. Στη συνέχεια έτρωγαν την παραγεμιστή κότα, την πρασοτηγανιά και την αετόπιτα. Αν κάποια οικογένεια είχε ένα ξενιτεμένο μέλος ή στον στρατό, απαραίτητα έβαζαν στο τραπέζι ένα περισσότερο πιάτο, ποτήρι, πιρούνι και κουτάλι. Πριν ξεκινήσουν να τρώνε, έκαναν όλοι τον σταυρό τους και, αν είχαν νιόπαντρη νύφη, προσκυνούσε τρεις φορές και μετά ξεκινούσαν το φαγητό. Τα ρουγκάτσια ή ρουγκατσάρια Επίσης, μέχρι και σήμερα διατηρείται σε ορισμένα χωριά το έθιμο με τα ρουγκάτσια ή ρογκατσάρια. Αυτά αποτελούνταν από καμιά εικοσαριά μεταμφιεσμένα νέα παιδιά από 20 έως 25 χρόνων, που από τη δεύτερη μέρα της Πρωτοχρονιάς μέχρι την παραμονή των Φώτων, ημέρα εορτασμού του Σταυρού, γύριζαν από σπίτι σε σπίτι στο χωριό τους ή σε άλλα χωριά και σκορπούσαν ποικίλα συναισθήματα. Φόβο στα μικρά παιδιά, χαρά και γέλιο στους μεγαλύτερους. Στο μπουλούκι των ρογακατσιαραίων, σύμφωνα με την εκπαιδευτικό, απαραίτητα υπήρχαν: ένας γαμπρός και μια νύφη (αγόρι ντυμένο με γυναικεία ρούχα) που συμβόλιζαν τις γονιμοποιές δυνάμεις, ένας παπάς, ο γιατρός και οι φύλακες της νύφης, οι οποίοι κρατούσαν στα χέρια τους μάλλινες μαύρες κάλτσες γεμάτες στάχτη, που την πετούσαν σ’ αυτούς που πήγαιναν να ενοχλήσουν τη νύφη. Απαραίτητο ήταν και το γαιδουράκι στο οποίο κρέμονταν από τη μια μεριά ένας τενεκές για τη λίπα και ένας άλλος για τα κοψίδια. Πάνω στη ράχη του γαϊδουριού ήταν καθισμένος ένας νέος από το μπλούκι των ρογκατσιάριδων, που τα φύλαγε και τα τακτοποιούσε. Σε κάθε σπίτι που πήγαιναν, χόρευε ο γαμπρός με τη νύφη με όργανα(όπου υπήρχε η δυνατότητα) ή με τη φλογέρα, που έπαιζε κάποιος ρουγκατσιάρης. Στο τέλος του χορού η νύφη πετούσε προς τα πάνω ένα πορτοκάλι ή ρόιδο, σύμβολο δύναμης που ευνοούσε και την καλή σοδειά του νοικοκύρη του σπιτιού που επισκέπτονταν. Και ενώ η νύφη χόρευε οι ρογκατσιάρηδες κουνούσαν με δύναμη του κορμί τους και προκαλούσαν τέτοιο θόρυβο, που τρόμαζαν τα μικρά παιδιά, τα οποία έτρεχαν να κουρνιάσουν στην αγκαλιά της μάνας ή της γιαγιάς. Πολλοί από τους ρογκατσιάρηδες έτρεχαν στο κοτέτσι και προσπαθούσαν να κλέψουν κανένα αυγό ή να αρπάξουν κανένα λουκάνικο, που οι νοικοκυραίοι τα είχαν κρεμασμένα κάτω από την αστρέχα του σπιτιού, κατάματα στον ήλιο, για να στεγνώσουν. Τα ρογκάτσια, όταν τελείωναν τις επισκέψεις στο δικό τους χωριό, πήγαιναν και στα διπλανά. Κι αν τύχαινε να συναντηθούν στο δρόμο δυο μπλούκια, εκεί άρχιζαν τα δύσκολα. Έπρεπε το ένα να σταματήσει, για να περάσει το άλλο. Επειδή όμως κανένα δεν υποχωρούσε, πάλευαν οι αρχηγοί του κάθε μπουλουκιού και οι νικητές περνούσαν πρώτοι. Όταν τελείωναν τις επισκέψεις σε όλα τα σπίτια του χωριού, πήγαιναν σε ένα σπίτι ρουγκατσιάρη και μοίραζαν τα δώρα τους. Εκεί έστηναν και ένα γλέντι τρώγοντας, χορεύοντας και τραγουδώντας. Σήμερα πολλοί σύλλογοι της Καρδίτσας αναβιώνουν το δρώμενο των ρουγκατσιών στα χωριά τους και πολλές από αυτές τις ομάδες καταφτάνουν και στην πόλη της Καρδίτσας σκορπώντας γέλιο, χαρά, φόβο και αισιοδοξία για τη νέα χρονιά. Του Σταυρού και των Φώτων Στις 5 Ιανουαρίου, παραμονή των Φώτων, ο παπάς περνούσε από όλα τα σπίτια για να τα φωτίσει. Στο χέρι του κρατούσε τον σταυρό και ένα ματσάκι βασιλικό, τον οποίο βουτούσε σε ένα μπακράτσι με αγιασμένο νερό και με αυτόν ράντιζε τους νοικοκυραίους και όλους τους χώρους του σπιτιού, ψάλλοντας συγχρόνως το τροπάριο «Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου Κύριε..». Στη συνέχεια όλη η οικογένεια ασπαζόταν τον σταυρό και το χέρι του παπά. Φεύγοντας ο παπάς από το σπίτι τους, σύμφωνα με την εκπαιδευτικό, ήταν ήρεμοι και ευτυχισμένοι, γιατί με την αγιαστούρα του έδιωξε τα παγανά από το σπίτι τους. Μαζί του ο παπάς είχε και ένα παιδί, το οποίο κρατούσε το μπακράτσι με το νερό και φρόντιζε να βάζει στα γκάζια και στον τρουβά, που ήταν κρεμασμένα στο γαϊδούρι, τις κουλούρες τα κρέατα και τη λίπα. Μερικές φορές, όταν συναντιούνταν ο παπάς με τα ρουγκατσιάρια, κάποιοι από το μπουλούκι προσπαθούσαν να αρπάξουν τα δώρα που μάζεψε και τότε εκείνος σήκωνε ψηλά τον σταυρό και την αγιαστούρα και τους έδιωχνε. Την ίδια μέρα γυρνούσαν στο χωριό και οι γελαδαραίοι και μάζευαν τις κουλούρες, τη λίπα και τα κοψίδια από το γουρούνι, που οι νοικοκυραίοι προόριζαν γι’ αυτούς. Επίσης οι δρόμοι ήταν γεμάτοι από παιδιά 9 ως 14 χρόνων τα οποία κρατούσαν στο χέρι τη σούβλα για να περνάνε τα γουρνοκόψιδα και μια τσάντα για να βάζουν τα δώρα που τους πρόσφεραν οι νοικοκυρές, όταν τελείωναν το τραγούδι «Σήμερα τα Φώτα κι ο Φωτισμός...». Την ημέρα των Φώτων ή Θεοφανείων, 6 Ιανουαρίου, πρωί, πρωί όλοι πήγαιναν στην εκκλησία κρατώντας στα χέρια τους ένα μπουκάλι με νερό, που στο λαιμό του είχαν τυλιγμένο βαμβάκι δεμένο με μια κλωστή ή χόρτο. Όταν έμπαιναν στην εκκλησία, το τοποθετούσαν στο πάτωμα, μπροστά στο τέμπλο για να διαβαστεί και να αγιαστεί. Σαν έφθανε η ώρα του Μεγάλου Αγιασμού, ο παπάς έβγαινε από το ιερό και ράντιζε τους πιστούς με βασιλικό βουτώντας τον στη λεκάνη με το αγιασμένο νερό. Με το σχόλασμα της εκκλησίας, αν ο καιρός ήταν καλός, οι γυναίκες στα καμποχώρια χόρευαν στην αυλή της εκκλησίας δυο τρεις χορούς και ύστερα γύριζαν στα σπίτια τους. Με το αγιασμένο νερό του μπουκαλιού ράντιζαν όλα τα δωμάτια του σπιτιού, τα κοτέτσια, τους στάβλους, τα μαντριά, τους κήπους τα δέντρα, τα αμπέλια και τα σιτάρια, για να τα προστατέψουν. Επίσης ράντιζαν και τους αρρώστους για να θεραπευτούν. Σήμερα πολλές αλλαγές επήλθαν στον τρόπο ζωής και εορτασμού των γιορτών του δωδεκαήμερου στους κατοίκους της υπαίθρου. Διατηρήθηκαν όμως πολλά στοιχεία του λαϊκού τους πολιτισμού, τα οποία σε συνδυασμό με τις αναβιώσεις που γίνονται από τους διάφορους πολιτιστικούς συλλόγους της Καρδίτσας, κατάφεραν να μεταλαμπαδευτούν και στις επόμενες γενιές, ως γνώση όμως για την παραδοσιακή ζωή των προγόνων τους, καταλήγει η Βασιλική Κοζιού-Κολοφωτιά. Πηγή: ΑΠΕ ΜΠΕ

Τρίτη 25 Δεκεμβρίου 2018

Ιησούς Χριστός


Υιός του Θεού, Θεάνθρωπος, το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας και Ιδρυτής του Χριστιανισμού, της πρώτης σε απήχηση θρησκείας του κόσμου. Τις όποιες πληροφορίες για την επίγεια ζωή του τις αντλούμε από τη Καινή Διαθήκη και πολύ λιγότερο από τις ιστορικές πηγές της εποχής του. Στην εποχή του, την Ιουδαία κυβερνούσαν καταπιεστικά η Ηρωδιανή δυναστεία, που ήταν εξαρτημένη από τους Ρωμαίους.
Ο Ιησούς γεννήθηκε στη Βηθλεέμ της Ιουδαίας, περί το 6 π.Χ, με θαυμαστό τρόπο, σύμφωνα με τη χριστιανική παράδοση, από την Παρθένο Μαρία, μέσα σ’ ένα σπήλαιο που χρησίμευε ως σταύλος. Οκτώ ημέρες μετά τη γέννησή του δόθηκε στο θείο βρέφος το όνομα Ιησούς, που σημαίνει «Ο Γιαχβέ (Θεός) συντρέχει» στα αραμαϊκά. Λίγο αργότερα, ο Ιωσήφ, σύμφωνα με προσταγή Αγγέλου του Κυρίου, παρέλαβε τη μητέρα και τον Ιησού κι έφυγε για την Αίγυπτο, επειδή ο βασιλιάς της Ιουδαίας Ηρώδης σχεδίαζε να φονεύσει το θείο βρέφος. Μετά το θάνατο του Ηρώδη, ο Ιωσήφ και η Μαρία μαζί με το παιδί επέστρεψαν κι εγκαταστάθηκαν στη Ναζαρέτ της Γαλιλαίας. Όταν ο Ιησούς έγινε δώδεκα ετών, οι γονείς του τον πήγαν στα Ιεροσόλυμα, για να γιορτάσουν εκεί το Πάσχα. Στην επιστροφή, ο Ιωσήφ και η Μαρία ανακάλυψαν ότι απουσίαζε ο Ιησούς κι επέστρεψαν γεμάτοι αγωνία στα Ιεροσόλυμα. Εκεί τον βρήκαν να κάθεται μαζί με τους ιερείς και τους διδασκάλους στο Ναό και να τους καταπλήσσει με την κρίση και τη σοφία του. Αφού επέστρεψαν στη Ναζαρέτ, ο Ιησούς έμεινε μαζί τους και βοηθούσε στις δουλειές τον ξυλουργό πατέρα του. Η ΒάπτισηΌταν έγινε τριάντα ετών, πήγε στον Ιορδάνη ποταμό, παρουσιάσθηκε στον Ιωάννη τον Πρόδρομο και Βαπτιστή και του ζήτησε να τον βαπτίσει. Κατά τη βάπτισή του ακούστηκε φωνή Κυρίου, που έλεγε: «Αυτός είναι ο υιός μου ο αγαπητός, στον οποίο με χαρά μου ανέθεσα να σώσει το κόσμο» κι εφάνη το Άγιο Πνεύμα να κατεβαίνει από τον ουρανό «εν είδει περιστεράς». Κατόπιν διάλεξε ως συνεργάτες του δώδεκα μαθητές, τους οποίους ονόμασε αποστόλους. Με τους απλοϊκούς αυτούς ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν ψαράδες, άρχισε το θείο έργο του. Εκτός από τους φανερούς συνεργάτες του υπήρχαν κι άλλοι μαθητές του Ιησού που ήταν κρυφοί, όπως ο Νικόδημος, Ιουδαίος άρχοντας και ο Ιωσήφ, βουλευτής από την Αριμαθαία. Τον ακολουθούσαν επίσης και πολλές γυναίκες, αφοσιωμένες μαθήτριές του, όπως η Μάρθα, συγγενής της Θεοτόκου, η Μαρία η Μαγδαληνή, η Σαλώμη, η Μάρθα και η Μαρία, αδελφές του Λαζάρου. Ο Ιησούς στους δώδεκα μαθητές του έδωσε την εξουσία να θεραπεύουν τις σωματικές και ψυχικές αρρώστιες των ανθρώπων και την εντολή να διδάξουν πρώτα τους Ιουδαίους κι έπειτα τους Σαμαρείτες και τους ειδωλολάτρες (εθνικούς). Οι οδηγίες του ήταν η θεραπεία να γίνεται δωρεάν, οι υπηρεσίες στους ανθρώπους να προσφέρονται δωρεάν, να μην φέρνουν μαζί τους χρήματα, οδοιπορικό σάκο κι άλλα περιττά πράγματα και να μην φοβούνται τους διωγμούς και τα μαρτύρια, γιατί θα είναι πάντα μαζί τους και θα τους στέλνει το Άγιο Πνεύμα, το όποιο θα τους φωτίζει τι πρέπει να λέγουν και τι πρέπει να πράττουν. Σε όλο το διάστημα της επίγειας ζωής του ο Ιησούς κήρυττε το λόγο του Θεού στους ανθρώπους. Χρησιμοποιούσε πάντα τις κατάλληλες περιστάσεις και μιλώντας μεταχειριζόταν ζωηρές εικόνες και παρομοιώσεις για να περάσει το μήνυμα της λυτρωτικής αγάπης του Θεού για όλους τους ανθρώπους. Θαυμάσιες ήταν οι παραβολές του, στις οποίες παρουσίαζε σκηνές από την καθημερινή ζωή, που σε συνδυασμό με τις εκπληκτικές θεραπευτικές του ικανότητες, γέμιζε με ελπίδα και ενθουσιασμό τις ψυχές του απλού λαού. Τη διδασκαλία του παρομοίαζε με λυχνάρι που τοποθετούν στον λυχνοστάτη, για να σκορπίζει το φως του παντού. Η επί του όρους ομιλία Όλη η διδασκαλία του Ιησού Χριστού περιλαμβάνεται περιληπτικά στην επί του Όρους ομιλία του, που θεωρείται ο Θείος ηθικός κώδικας του χριστιανισμού. Τα κυριότερα σημεία της είναι τα εξής: Ο Θεός είναι πατήρ και οι άνθρωποι τέκνα αυτού. Ο Θεός προνοεί περί των ανθρώπων. Η σχέση τον ανθρώπου προς το Θεό είναι προσωπική, εσωτερική, πνευματική. Ο καλύτερος τρόπος της λατρείας είναι η πλήρωση των εντολών του. Κεντρική θέση κατέχει η εντολή της αγάπης προς αυτόν και προς τον πλησίον. Η Θεία χάρη βοηθά στην προσπάθεια της ηθικής τελείωσης. Κάθε άνθρωπος με τη θερμότητα της πίστης του βρίσκει μέσα στην ψυχή του ένα πανάγαθο και αληθινό Θεό. Με την πίστη και την άσκηση της αρετής φθάνει ο αγνός χριστιανός στο σημείο να νικήσει τα πάθη του και μαζί τον πόνο και το θάνατο. Η καθαρότητα της καρδίας αποτελεί το κέντρο της χριστιανικής ηθικής. Το κέντρο τον κηρύγματος του Ιησού Χριστού αποτελεί η βασιλεία των ουρανών. Σπουδαίες αρετές, τις οποίες εξυμνούσε, ήταν η πραότητα, η δικαιοσύνη, η επιείκεια, η ανεξικακία, η απλότητα και η ταπεινοφροσύνη. Καταδίκαζε τον εγωισμό και την πλεονεξία, τις επιδεικτικές προσευχές, τις «προς το θεαθήναι» ελεημοσύνες και υποστήριζε ότι είχε εξουσία και αποστολή να συγχωρεί αμαρτίες, να ομιλεί εν ονόματι του Θεού και να προετοιμάσει τους ανθρώπους για τη βασιλεία του Θεού. Ονόμαζε τους φτωχούς, αδελφούς του κι έκανε θαύματα, για να λυτρώσει τους ασθενείς. Εξίσωσε τις γυναίκες με τους άνδρες και τους δούλους με τους κυρίους. Όλα τα παραπάνω και οι αναστάσεις νεκρών έκαναν τον απλό λαό φανατικό οπαδό του και τους Γραμματείς και Φαρισαίους εχθρούς του. Η διαρκώς αυξανόμενη επιρροή του ανησύχησε τις ιουδαϊκές και ρωμαϊκές αρχές. Μερικοί οπαδοί του έβλεπαν στο πρόσωπό του τον Μεσσία (Χριστός στα ελληνικά) του Ιουδαϊκού λαού, γεγονός που γέννησε σε Ιουδαίους και Ρωμαίους άρχοντες την υποψία ότι οι σκοποί του ήταν επαναστατικοί. Η ΣταύρωσηΜε τη βοήθεια του μαθητή του Ιούδα του Ισκαριώτη, που τον πρόδωσε για τριάντα αργύρια, οι άρχοντες των Ιουδαίων τον συνέλαβαν και τον έφεραν ενώπιον του Συνεδρίου, ενός οργάνου των Ιουδαίων με θρησκευτικές πολιτικές και δικαστικές αρμοδιότητες, το οποίο τον καταδίκασε σε θάνατο. Ο Πόντιος Πιλάτος, ο Ρωμαίος επίτροπος της Ιουδαίας, μετά πολλούς δισταγμούς υπέκυψε στην πίεση των Ιουδαίων και επικύρωσε τη θανατική καταδίκη. Αμέσως μετά, οι Ρωμαίοι στρατιώτες έφεραν τον Ιησού έξω από την Ιερουσαλήμ σ’ ένα τόπο που ονομαζόταν Γολγοθάς ή Κρανίου τόπος. Εκεί τον σταύρωσαν ανάμεσα σε δύο κακούργους, περί το 30 μ.Χ. Επάνω στο σταυρό εξέπνευσε, ενώ έλεγε τους τελευταίους αυτούς λόγους: «Τετέλεσται· Πάτερ, εις χείρας σου παραδίδω το πνεύμα μου». Ο Νικόδημος και ο Ιωσήφ, οι κρυφοί μαθητές του, τον αποκαθήλωσαν και τον έθαψαν σ’ ένα μνημείο σκαλισμένο σε βράχο. Το πρωί της Κυριακής, τη χαραυγή, η Μαρία η Μαγδαληνή, η Μαρία η του Ιακώβου και η Σαλώμη πήγαν στον τάφο, για να αλείψουν το σώμα του Χριστού με αρώματα. Εκεί Άγγελος Κυρίου ανήγγειλε σ’ αυτές ότι ο Ιησούς αναστήθηκε. Επιστρέφοντας στην Ιερουσαλήμ, οι τρεις γυναίκες συνάντησαν τον Ιησού που τις χαιρέτησε και παράγγειλε να ειδοποιήσουν τούς μαθητές του να συγκεντρωθούν στη Γαλιλαία, όπου θα εμφανισθεί σ’ αυτούς. Ο Ιησούς μετά την Ανάστασή του παρουσιάσθηκε σε δύο μαθητές του στην πόλη Εμμαούς. Ακολούθως, παρουσιάσθηκε στην οικία που ήταν κλειστή για το φόβο των Ιουδαίων κι εμφανίσθηκε στο μέσο των μαθητών του λέγοντας: «Ειρήνη υμίν». Έπειτα από πολλές άλλες παρουσίες στο διάστημα σαράντα ημερών που έμεινε μετά την Ανάστασή του στη γη, αναλήφθηκε στο όρος των Ελαιών, μπροστά στα έκπληκτα μάτια των μαθητών του. Την πεντηκοστή ημέρα από την Ανάστασή του, έστειλε στους μαθητές του το Άγιο Πνεύμα. Από εκείνη τη στιγμή άρχισαν οι Απόστολοι να διδάσκουν σε όλα τα έθνη τις εντολές του, σύμφωνα με την παραγγελία του. Πηγή:sansimera.gr

Σάββατο 15 Δεκεμβρίου 2018

Άκης Πάνου


(Αθανάσιος-Δημήτριος, 15 Δεκεμβρίου 1933 - 7 Απριλίου 2000) ήταν ένας απ’τους σημαντικότερους Έλληνες τραγουδοποιούς. Γεννήθηκε στις 15/12/1933 στην Αθήνα στου Χαροκόπου και ήταν ο τρίτος από τα έξι παιδιά της οικογένειας. Μεγάλωσε σε γειτονιά με πολλούς πρόσφυγες και από μικρό παιδί έζησε μέσα στη μουσική, στους κεμετζέδες και στα τραγούδια των Ποντίων. Απέκτησε ακούσματα από τα ρεμπέτικα που ήταν διάχυτα παντού στην περιοχή αλλά και από τον αδελφό της μητέρας του Περικλή Σακελλαριάδη που έπαιζε κλασική κιθάρα. Μέσα στα δύσκολα χρόνια της κατοχής προσπαθεί να επιβιώσει πουλώντας τσιγάρα και κάνοντας διάφορες δουλειές ενώ παράλληλα μυείται από το μεγαλύτερο αδελφό του Ευάγγελο και τον φίλο του Λευτέρη Ευσταθιάδη στον κόσμο της μουσικής και των οργάνων. Από εννέα ετών ξεκινάει να παίζει μαντολίνο και κιθάρα και την άνοιξη του 1947 γνωρίζεται με το Γιάννη Σταματίου
(Σπόρος), μαζί του κάνει την πρώτη του επαγγελματική εμφάνιση στην ταβέρνα του Σιλιβάνη στο Κουκάκι με αμοιβή το όποιο φιλοδώρημα των πελατών και ένα πιάτο φαγητό. Το 1948 ανεβαίνει ως ταλέντο στο Αλκαζάρ, στη Φρεγάδα του Λάσκου και παίζει κιθάρα μαζί με τον αδελφό του ενώ η αδελφή του τραγουδάει και αργότερα σμίγει με το φίλο του το Λευτέρη και μαζί παίζουν στα πάρτι και στους χορούς. Εκείνη την εποχή γνωρίζεται με το Νίκο Καρανικόλα τον Κώστα Σιμόπουλο και τον Ορφέα Κρεούζη και μαζί παίζουν σε διάφορα μέρη της Αθήνας και της επαρχίας. Για μια περίπου δεκαετία ο Άκης Πάνου αρχίζει την περιπλάνηση του με όλους τους καλλιτέχνες της εποχής σε διάφορα κέντρα, ενδεικτικά αναφέρουμε τους Γιώργο Τσιμπίδη, Αντώνη Μουστάκα, Γιώργο Χατζηδάκη, Βαγγέλη Νταράλα, Σεβάς Χανούμ, Σταύρο Τζουανάκο, Κώστα Παπαδόπουλο, Βούλα Γκίκα και πολλούς άλλους. Το 1957-58 παίζει στο κέντρο «Απόψε φίλα με» του Χρήστου Κολοκοτρώνη όπου τα ονόματα του μαγαζιού είναι η Σωτηρία Μπέλλου, ο Καραπατάκης και ο Μανώλης Αγγελόπουλος. Το τελευταίο κέντρο που εμφανίζεται είναι «ο Θείος» το 1958. Παντρεύτηκε δύο φορές, το 1954 με τη Δήμητρα και το 1993 με την Άννα με την οποία απέκτησαν τέσσερα παιδιά, την Ελευθερία (1978), το Στέφανο (1982) και τους δίδυμους Αθανάσιο-Δημήτριο και Ευάγγελο (1984). Το 1986 αποφασίζει να εγκατασταθεί με την οικογένεια του στην Ξάνθη διατηρώντας όμως τους επαγγελματικούς του δεσμούς με την Αθήνα. Τον Αύγουστο του 1997 ο Άκης Πάνου μετά από αψιμαχία σκοτώνει το φίλο της κόρης του Ελευθερίας και οδηγείται σε δίκη και φυλάκιση χωρίς να του αναγνωριστεί ο πρότερος έντιμος βίος και η πολιτισμική προσφορά του. Από τις φυλακές της Κομοτηνής θα μεταφερθεί στις φυλακές Κορυδαλλού και αμέσως μετά στο Τζάνειο νοσοκομείο όπου θα διαγνωστεί ότι πάσχει από καρκίνο. Το χειμώνα του 1999 θα υποβληθεί σε χειρουργική επέμβασή και θα αφεθεί ελεύθερος λόγω της ανήκεστου βλάβης της υγείας του. Έφυγε από τη ζωή στις 7 Απριλίου του 2000 στο Ευγενίδειο Θεραπευτήριο αφήνοντας πίσω του βαριά κληρονομιά. Στις 10 Απριλίου του 2000 κηδεύτηκε στο Κοιμητήριο Καλλιθέας. Πηγή:Facebook

Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2018

Το Ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων


Ένα από μεγαλύτερα εγκλήματα της Ναζιστικής Γερμανίας κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Στις 13 Δεκεμβρίου του 1943 δυνάμεις της «Βέρμαχτ» σκότωσαν σχεδόν όλους τους άρρενες κατοίκους των Καλαβρύτων, σε αντίποινα για την εκτέλεση αιχμαλώτων Γερμανών στρατιωτών από τον ΕΛΑΣ.
Το τελευταίο ιδίως έτος της Κατοχής είχαν αυξηθεί δραματικά οι ακρότητες των κατακτητών, καθώς η κυριαρχία τους βρισκόταν υπό διαρκή αμφισβήτηση από την ελληνική αντίσταση και οι δυνάμεις τους δεν επαρκούσαν για να ελέγχουν τη χώρα. Η τύχη των Καλαβρύτων φαίνεται να προδιαγράφτηκε μετά την ήττα των Γερμανών από τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ στη Μάχη της Κερπινής (20 Οκτωβρίου 1943), κατά την οποία σκοτώθηκαν δεκάδες Γερμανοί στρατιώτες και αιχμαλωτίστηκαν 78. Τότε τέθηκε σε εφαρμογή από το γερμανικό στρατηγείο η «Επιχείρηση Καλάβρυτα» («Unternehmen Kalavryta»), με αντικειμενικό στόχο την περικύκλωση των ανταρτών στην ορεινή περιοχή των Καλαβρύτων και την εξόντωσή τους. Την εκτέλεση της αποστολής ανέλαβαν μονάδες της 117ης Μεραρχίας Κυνηγών, που έδρευε στην Πελοπόννησο και είχε επικεφαλής τον υποστράτηγο Καρλ φον Λε Ζουίρ (1898-1954). Ο υποστράτηγος Καρλ φον Λε ΖουίρΟ γερμανός στρατηγός με τις αριστοκρατικές ρίζες, έχοντας πληροφορηθεί την εκτέλεση των 78 γερμανών αιχμαλώτων από τους αντάρτες, διέταξε τους άνδρες του να μην διστάσουν να λάβουν τα πιο σκληρά αντίποινα εναντίον του άμαχου πληθυσμού της περιοχής. Ήταν, άλλωστε, πρακτική των αρχών κατοχής να εκτελούν για κάθε σκοτωμένο γερμανό στρατιωτικό πολλαπλάσιους έλληνες αμάχους. Η «Επιχείρηση Καλάβρυτα» ξεκίνησε στις 4 Δεκεμβρίου, όταν οι γερμανικές δυνάμεις άρχισαν να συρρέουν στην ευρύτερη περιοχή των Καλαβρύτων από την Πάτρα, το Αίγιο, τον Πύργο και την Τρίπολη. Στο διάβα τους έκαιγαν χωριά και μοναστήρια (Μέγα Σπήλαιο και Αγία Λαύρα) και σκότωναν άοπλους πολίτες και μοναχούς. Στις 9 Δεκεμβρίου έφθασαν στα Καλάβρυτα, δημιουργώντας ένα ασφυκτικό κλοιό γύρω από την πόλη. Καθησύχασαν τους κατοίκους, διαβεβαιώνοντας ότι στόχος τους ήταν αποκλειστικά η εξόντωση των ανταρτών και μάλιστα ζήτησαν από όσους την είχαν εγκαταλείψει να επιστρέψουν άφοβα πίσω στα Καλάβρυτα. Για να τους πείσουν ακόμη περισσότερο προχώρησαν στην πυρπόληση σπιτιών, που ανήκαν σε αντάρτες, και αναζήτησαν την τύχη των γερμανών τραυματιών της μάχης της Κερπινής. Έξαφνα, όμως, το πρωί της Δευτέρας 13 Δεκεμβρίου συγκέντρωσαν όλο τον πληθυσμό στην κεντρική πλατεία και οδήγησαν τον άρρενα πληθυσμό άνω των 13 ετών σε μια επικλινή τοποθεσία, που ονομαζόταν «Ράχη του Καπή», ενώ τα γυναικόπαιδα τα κλείδωσαν στο σχολείο. Στη ράχη του Καπή εκτυλίχθηκε τις πρώτες μεταμεσημβρινές ώρες η τραγωδία, που οδήγησε σχεδόν όλο τον άρρενα πληθυσμό των Καλαβρύτων στο θάνατο. Με ριπές πολυβόλων οι Γερμανοί εκτέλεσαν τους συγκεντρωμένους, γύρω στους 800 ανθρώπους. Μόνο 13 Καλαβρυτινοί διασώθηκαν και αυτοί επειδή είχαν καλυφθεί από τα πτώματα των συμπολιτών τους και οι Γερμανοί τους θεώρησαν νεκρούς. Το σήμα για την εκτέλεση έδωσε με φωτοβολίδα από το κέντρο των Καλαβρύτων ο ταγματάρχης Χανς Εμπερσμπέργκερ και επικεφαλής του εκτελεστικού αποσπάσματος ήταν ο υπολοχαγός Βίλιμπαντ Ακαμπχούμπερ.
Το έγκλημα ολοκληρώθηκε με την πυρπόληση όλων σχεδόν των σπιτιών των Καλαβρύτων. Όσον αφορά την τύχη των γυναικόπαιδων, αυτά σώθηκαν χάρη στον ανθρωπισμό ενός Αυστριακού στρατιώτη, στον οποίο είχε ανατεθεί η φύλαξή τους. Αυτός άφησε ελεύθερη την είσοδο του σχολείου και διευκόλυνε την απομάκρυνσή τους. Όμως, το πλήρωσε με τη ζωή του, αφού καταδικάσθηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε. Συνολικά, κατά τη διάρκεια της «Επιχείρησης Καλάβρυτα», οι Γερμανοί σκότωσαν 1.101 άτομα, κατέστρεψαν και λεηλάτησαν πάνω από 1.000 σπίτια, κατάσχεσαν 2.000 αιγοπρόβατα και απέσπασαν 260.000.000 δραχμές. Κανείς από τους υπευθύνους του Ολοκαυτώματος των Καλαβρύτων δεν λογοδότησε στη Δικαιοσύνη. Ο στρατηγός Λε Ζουίρ πέθανε αιχμάλωτος των Σοβιετικών το 1954, ο Εμπερσμπέργκερ σκοτώθηκε στο Ανατολικό Μέτωπο και ο Ακαμπχούμπερ πέθανε στην Αυστρία το 1972, σε ηλικία 67 ετών. Μόνο ο κατοχικός στρατιωτικός διοικητής της Ελλάδας, στρατηγός Χέλμουτ Φέλμι (1885-1965), καταδικάσθηκε το 1948 σε κάθειρξη 15 ετών από το Δικαστήριο της Νυρεμβέργης για όλα τα εγκλήματα πολέμου του Γ’ Ράιχ στην Ελλάδα, αλλά μετά από τρία χρόνια αφέθηκε ελεύθερος. Στις 18 Απριλίου του 2000, ο τότε Πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, Γιοχάνες Ράου (1931-2006), επισκέφτηκε τα Καλάβρυτα και εξέφρασε τη βαθιά θλίψη του για την τραγωδία. Εντούτοις, δεν ανέλαβε την ευθύνη εξ ονόματος του γερμανικού κράτους και δεν αναφέρθηκε στο ζήτημα των αποζημιώσεων. Πηγή:sansimera.gr

Τρίτη 11 Δεκεμβρίου 2018

Κυρά-Βασιλική 1789 – 1834


Θεσπρωτή καλλονή, οδαλίσκη του Αλή Πασά και μετέπειτα σύζυγός του.
Πίνακας του Γερμανού ζωγράφου Πάουλ Γιάκομπς
Η Βασιλική Κονταξή γεννήθηκε στη Πλησιβίτσα των Φιλιατών (σημερινό Πλαίσιο) το 1789 και ήταν κόρη του προύχοντα της περιοχής Κίτσου Κονταξή και αδελφή του οπλαρχηγού Γεωργίου Κίτσου και του Σίμου Κονταξή. Μια υπόθεση κατασκευής κίβδηλων νομισμάτων, στην οποία αναμίχθηκε ο πατέρας της και κάτοικοι της Πλησιβίτσας, την έφεραν κοντά στον Αλή Πασά, σε ηλικία μόλις 12 ετών.
Η μικρή Βασιλική ζήτησε έλεος για τον συλληφθέντα πατέρα της από τον γέροντα αυθέντη της Ηπείρου. Ο Αλή, θαμπωμένος από την ομορφιά της, όχι μόνο χάρισε τη ζωή στον πατέρα της, αλλά διέταξε τους άνδρες του να μην ξαναενοχλήσουν το χωριό. Το τίμημα για τη Βασιλική ήταν να γίνει το πολύτιμο πετράδι του χαρεμιού του Αλή Πασά, ο οποίος το 1808 τη νυμφεύτηκε, παρά τις αντιρρήσεις της πρώτης του συζύγου Εμινέ.
Η Βασιλική χρησιμοποίησε τη δύναμή της προς όφελος των Χριστιανών, πολλούς από τους οποίους τους αποσπούσε την τελευταία στιγμή από τα χέρια του δημίου. Τέτοια ήταν η επιρροή της πάνω στον Αλή, ώστε όχι μόνο δεν εξισλαμίστηκε, αλλά απαίτησε και πέτυχε να μετατρέψει ένα δωμάτιο του χαρεμιού σε παρεκκλήσιο με τακτικό ιερέα. Την επιρροή της Βασιλικής επί του Αλή Πασά απαθανάτισε η λαϊκή μούσα σε δημοτικά τραγούδια με ποιο γνωστό το:
Βασιλική προστάζει· Βεζύρ’ Αλή Πασά
βάλε φωτιά στα τόπια, κάψε τα Γιάννενα… 
Η Βασιλική έμεινε πιστή στον Αλή Πασά τις τελευταίες του στιγμές στη Μονή του Αγίου Παντελεήμονος της λίμνης των Ιωαννίνων, όπου είχε καταφύγει μετά των εμπίστων του τον Δεκέμβριο του 1821, καταδιωκόμενος από τους άνδρες του Χουρσίτ Πασά. Λίγο προτού αφήσει την τελευταία του πνοή, ο Αλή διέταξε τον μυστικοσύμβουλό του Θανάση Βάγια να σκοτώσει τη Βασιλική, για να μην αιχμαλωτιστεί από τους εχθρούς του. Ο Βάγιας, μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα του Ελληνισμού, άγνωστο γιατί δεν τήρησε την υπόσχεσή του, ίσως επειδή η Βασιλική γνώριζε το μυστικό των θησαυρών του Πασά των Ιωαννίνων.

Τον Φεβρουάριο του 1822 η Βασιλική και ο Θανάσης Βάγιας συνελήφθησαν και μεταφέρθηκαν αιχμάλωτοι στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί, ο πατριάρχης Άνθιμος Γ' με τη βοήθεια του συναφιού των κρεοπωλών (ο Βάγιας είχε δουλέψει ως κρεοπώλης) κατόρθωσε να απελευθερώσει τη Βασιλική, υπό την προϋπόθεση να ζει εντός του Πατριαρχείου και να βρίσκεται υπό την προστασία και την επιτήρησή του. Κατά την εξαετή παραμονή της στο Πατριαρχείο φαίνεται ότι ερχόταν σε επαφή με πρόσωπα που ήταν αναμεμιγμένα στη Φιλική Εταιρεία και την επαναστατημένη Ελλάδα.
Μετά τη ναυμαχία του Ναυαρίνου, οι οθωμανικές αρχές την εξόρισαν μαζί με τον αδελφό της Σίμο και τον Θανάση Βάγια στην Προύσα (Μάρτιος του 1828). Τον Οκτώβριο του 1829 τους δόθηκε η άδεια να επιστρέψουν στην Ελλάδα. Η Βασιλική εγκαταστάθηκε αρχικά στο Ναύπλιο. Εκεί συναντήθηκε με τον κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος της παραχώρησε ένα ακίνητο και λίγα κτήματα στο χωριό Κατοχή της Αιτωλίας. Το 1831 οι δρόμοι της με τον Θανάση Βάγια χώρισαν, όταν αυτός ανέλαβε δημόσια θέση και συγκεκριμένα επιστάτης του Πρότυπου Αγροκτήματος της Τίρυνθας.
Η Κυρά-Βασιλική για το υπόλοιπο του βίου της έζησε απομονωμένη ή και περιφρονημένη στην Κατοχή. Πέθανε από δυσεντερία στο Αιτωλικό στις 11 Δεκεμβρίουτου 1834, σε ηλικία 45 ετών. Οι διηγήσεις ότι πέθανε αλκοολική και πάμπτωχη ελέγχονται.
Πηγή:sansimera.gr